- ἀίτου
- ἀΐ̱του , ἀίταςa beloved youthmasc gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αἰτοῦ — αἰτέω ask pres imperat mp 2nd sg (attic) αἰτέω ask imperf ind mp 2nd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αϊτοφτέρουγος — η, ο αυτός που έχει αϊτού φτερά, που πετά στα ύψη («ο νους ο αϊτοφτέρουγος») … Dictionary of Greek
Καίσαρης, Σπυρίδων — (Κέρκυρα 1857 – 1946).Μουσικοσυνθέτης. Ήταν αδελφός του Ιωσήφ Καίσαρη (βλ. λ.) και μαθήτευσε κοντά στον Μάντζαρο. Το 1888 έγινε αρχιμουσικός του πυροβολικού και το 1892 διορίστηκε καθηγητής πνευστών οργάνων στο Ωδείο Αθηνών. Αναδιοργάνωσε τις… … Dictionary of Greek
αετοφωλιά — αετοφωλιά, η και αϊτοφωλιά, η η φωλιά του αϊτού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αετόμορφος — αετόμορφος, η, ο και αϊτόμορφος, η, ο αυτός που έχει μορφή αϊτού: Ήταν λεβέντης, αϊτόμορφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλιάετος — ο είδος αϊτού που τρέφεται με ψάρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξανοίγω — ξάνοιξα, ξανοίχτηκα, ξανοιγμένος 1. μτβ., ανοίγω κάτι διάπλατα, απλώνω: Ξάνοιξε το μαλλί να στεγνώσει. 2. μτφ., ανοίγω, χαράζω, δημιουργώ: Ξάνοιξε καινούριους δρόμους στην επιστήμη. 3. βλέπω, διακρίνω: Σε ξανοίγει από τα νέφη και το μάτι του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φοίνικας — ο 1. γένος φυτών της οικογένειας Φοινικίδες που περιλαμβάνει δέντρα των θερμών χωρών, μονοκοτυλήδονα, μακρόβια, με ίσιο, ψηλό κορμό, που απολήγει σε δέσμη φύλλων, η φοινικιά, η χουρμαδιά. 2. ο καρπός αυτού του δέντρου, το φοινίκι, ο χουρμάς. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)